Δευτέρα 5 Μαρτίου 2012

Η προσωπική μας χρεοκοπία



Μέρες, μήνες… Τι ακριβώς μετράμε πριν χρεοκοπήσουμε; Και για ποιά ακριβώς χρεοκοπία μιλάμε; Την εθνική, την οικονομική, την πολιτιστική ή την προσωπική μας; Γι’ αυτή της ζωής μας, των ηθών μας, των ιδανικών μας ή του 4*4, που μένει παρκαρισμένο έξω απ΄το σπίτι μας και τα χρήματα που δε φτάνουν για μανικιούρ και σπα; Απ’ όποια πλευρά του ποταμού κι αν στέκεσαι είτε έχεις χάσει τη δουλειά σου είτε τα παπουτσάκια σου φέτος δεν είναι ferragamo, το σίγουρο είναι πως η χρεοκοπία σου έχει αρχίσει χρόνια πριν.

 Τότε που ούρλιαζες υστερικά κάτω από ένα προεκλογικό μπαλκόνι. Τότε που ψήφιζες τους ίδιους και τους ίδιους απατεώνες και τσακωνόσουν στον καφενέ για πρόσωπα και πολιτικές. Τότε που κατέβαζες σημαίες και πανώ του «αντίπαλου» και χαιρόσουν, για το πλήγμα που τους κατέφερες. Να φύγουν «εκείνοι» και να’ ρθουν οι άλλοι, οι δικοί μας… τέτοιο μικρόβιο μπήκε στο αίμα μας, κατέλαβε το θυμικό και τη λογική μας… τρομάρα μας...

Εσύ, και το εσύ σημαίνει εγώ, εγώ που έπρεπε να φτάσω 55 χρονών για να νιώσω όχι μόνο ντροπή αλλά και συνυπευθυνότητα κι όχι γιατί έφαγα ή έχω καταθέσεις στο εξωτερικό, αλλά γιατί χειροκρότησα για χρόνια τις πολιτικές τους, πίστεψα στα ψέματά τους κι άφησα τον τόπο που με γέννησε να γίνει περίγελος του κάθε νεοναζί, νεόπλουτου και ανιστόρητου βορειοευρωπαίου.

Εγώ που ξέχασα τη μυρωδιά της γης γιατί προτιμούσα τα αισθησιακά αρώματα, εισαγωγής. Εγώ που δεν έβλεπα το ηλιοβασίλεμα, παρά μόνο σαν ντεκόρ για τα πάρτυ μου. Εγώ, που τα ζουμπούλια δεν είχαν θέση στα κρυστάλλινα βάζα μου κι ήθελα λίλιουμ, ολλανδικής προέλευσης. Εγώ, που δεν ταρακούνησα τις φιλενάδες μου, όταν αντικατέστησαν τον έρωτα μ΄ένα γεμάτο πορτοφόλι και τη διασκέδαση, μ΄ένα ακριβό δείπνο σε σικ εστιατόριο.

Γι’ αυτή τη χρεοκοπία ανησυχώ σήμερα; Γι΄αυτή, που ίσως είναι η τελευταία μας πιθανότητα να ξαναγίνουμε άνθρωποι; Μήπως για να είμαι κι εγώ in, να ανησυχήσω στο lobby ενός μεγαλοξενοδοχείου, μ΄ένα malt στο χέρι, για το πώς ακριβώς πρέπει να διασπείρω τα μαύρα μου λεφτά; Ή να συμμετάσχω σ΄ένα οικογενειακό συμβουλίο που θα προγραμματίζει, πώς  και με ποιές προμήθειες πρέπει να γεμίσω την αποθήκη μου, για να επιβιώσω, σε περίπτωση πτώχευσης;
 Μήπως και να αυτοθαυμαστώ για την προνοητικότητά μου, όταν και –αν ποτέ- δίπλα μου λιποθυμούν άνθρωποι από την πείνα; Μήπως να παρακαλάω να μην πεθάνει η μάνα μου, όσο θα κρατάει η κρίση, γιατί έχω ένα καλό βοήθημα από τη σύνταξή της; Να ξεπουλήσω και κάνα φίλο, για να του φάω τη δουλειά;

Δεν είμαι μέντιουμ και επίσης αρνούμαι να γίνω προάγγελος καταστροφικών προβλέψεων. ΑΝ όμως και επαναλαμβάνω ΑΝ γίνουν τα πράγματα όπως επαγγέλλονται οι Κασσάνδρες και έρθει η ώρα που όλα γύρω μας βουλιάζουν κι η ώρα αυτή κρατήσει μήνες…χρόνια…και κάποτε αλλάξουν όλα και πάρει η ζωή τη φυσιολογική της πορεία…εγώ θα είμαι αφράτη και ροδομάγουλη, γιατί ήμουν «προνοητική» θα πρέπει όμως να βγώ στο δρόμο… Στη γειτονιά μου…Και τον πρώτο άνθρωπο που θ’ αντικρύσω θα είναι η κυρά Μαρία, ναι μωρέ αυτή που έχασε το παιδί της και μετά ο Μάρκος, που έχασε το σπίτι του κι η Ευανθία που βγήκε στο πεζοδρόμιο κι ο Νικολάκης που έμεινε ορφανός…Τυφλή, κουφή, αμέτοχη, μα απόλυτα συνυπεύθυνη σε όλη αυτή την απόγνωση, θα πρέπει να διασχίσω το δρόμο με το κεφάλι ψηλά, γιατί ήμουν προνοητική…και κατάφερα βέβαια να σώσω το δικό μου παιδί, αλλά αυτό της κυρά Μαρίας… 
Αυτό περιμένετε από μένα και θέλετε και να απολογηθώ για την επιλογή μου, λέω να μη σας κάνω τη χάρη. Αν πρέπει να γίνω θηρίο για να χωράω στην κοινωνία σας, ευχαριστώ δε θα πάρω. Αν μου ζητάτε να γίνω «γερολαδάς», για να έχω την αγάπη και την υποστήριξή σας….λυπάμαι. Αν η αγκαλιά μου είναι τόσο μικρή, που να χωράει μόνο το δικό μου παιδί, τότε είμαι ανάξια να λέγομαι μάνα. Αν η ψυχή μου δε ματώνει, από τον πόνο της γης, τότε άδικα πιάνω χώρο, σ΄αυτόν τον πλανήτη. 
Αν η αγάπη μου για τους ανθρώπους, περιορίζεται μόνο στην προσευχή και τις επικλήσεις, τις ηθικολογίες και τις μεγαλοστομίες, τις λιτανείες και τα ευχέλαια , μιας μικρής ομάδας «εκλεκτών», τότε άσε δε με χρειάζεται κανείς. ΄Η θα αναλάβω δράση ή θα πάρω το κλάμα μου και την- και καλά κατάθλιψή μου - για την κατάντια του τόπου, και θα αράξω στον καναπέ, άβουλη κι ανίκανη να κοιτάξω τη ζωή, το μέλλον και τη μέρα που ξημερώνει.
 Δια στόματος Φερενίκης

Δεν υπάρχουν σχόλια: